Με τα νέα φορολογικά μέτρα η Κυβέρνηση δεν καταπολεμά τη φοροδιαφυγή. Προστατεύει τους λίγους, τα μεγάλα εισοδήματα, σε βάρος των πολλών. Με την εισαγωγή φορολογητέου «τεκμαρτού» εισοδήματος, με τη φορολόγηση δηλαδή εισοδήματος που δεν έχει πραγματικά αποκτηθεί, η Κυβέρνηση αντί να μας στηρίξει, μας δίνει τη χαριστική βολή.

Τα νέα φορολογικά μέτρα μας γεμίζουν οργή και αγανάκτηση, λαμβάνοντας υπόψη και την υπέρμετρη αύξηση του κόστους διαβίωσης.

Η Κυβέρνηση δείχνει να αγνοεί πλήρως την πραγματικότητα που βιώνει η πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών, των επιστημόνων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μετά την υπερδεκαετή οικονομική και κοινωνική κρίση, η οποία έχει σωρευμένα χρέη στο δημόσιο, στα ασφαλιστικά ταμεία και στις τράπεζες, έχει απωλέσει ρυθμίσεις οφειλών και κινδυνεύει με επιβολή άμεσων καταδιωκτικών μέτρων και η οποία (πραγματικότητα) είναι ακόμη πιο έντονη στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, όπου, εξαιτίας  της ραγδαίας αποβιομηχάνισης της περιοχής, έχουμε κατακόρυφη μείωση της απασχόλησης, του  παραγόμενου πλούτου και της οικονομικής δραστηριότητας.

Η Κυβέρνηση μάλιστα, προκειμένου να στηρίξει την φοροεισπρακτική πολιτική της, μας στοχοποιεί όλους συλλήβδην ως φοροφυγάδες, ενώ παράλληλα, για τον προσδιορισμό του «τεκμαρτού» φορολογητέου εισοδήματος χρησιμοποιείται, όχι ο καθαρός φορολογητέος μισθός του μισθωτού αλλά ο μικτός μισθός, συνυπολογιζομένων και των ασφαλιστικών εισφορών, χωρίς να ξεχνάμε και την πρόσφατη υπέρογκη αύξησή τους από την ίδια Κυβέρνηση. Μάλιστα, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προκειμένου να δικαιολογήσει την φοροεπιδρομή στους Ελεύθερους  Επαγγελματίες, παρουσίασε στοιχεία του 2021 και την φορολογική δήλωση του 2022. Δηλαδή χρησιμοποιούνται δηλωθέντα εισοδήματα από την περίοδο της πανδημίας, όπου εξ αντικειμένου τόσο οι τζίροι όσο και τα κέρδη ήταν μειωμένα, αλλά και τα έξοδα αυξημένα.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, το «τεκμαρτό» φορολογητέο εισόδημα προσαυξάνεται αφενός με βάση το χρόνο άσκησης του επαγγέλματος και αφετέρου σωρευτικά με βάση το ετήσιο κόστος μισθοδοσίας και με βάση συντελεστή όταν ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ, που οδηγεί σε υπέρμετρη επιβάρυνση των επαγγελματιών.

Περαιτέρω, η επίκληση ότι τα τεκμήρια είναι μαχητά είναι απόλυτα προσχηματική, αφενός διότι αφορά συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις και αφετέρου διότι τυχόν προσπάθεια αμφισβήτησής τους, δικαστικά ή διοικητικά, καθίσταται στην πράξη, όπως έχει αποδειχθεί στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, αλυσιτελής.

Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει έναν ουσιαστικό διάλογο μεταξύ όλων των φορέων, με στόχο ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα λαμβάνει υπόψιν τις πραγματικές συνθήκες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και τις ιδιαιτερότητες κάθε επαγγέλματος και θα έχει ως βάση τη συνεισφορά εκάστου στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις πραγματικές δυνάμεις του και όχι με «τεκμαρτά» απολύτως ανύπαρκτα εισοδήματα.

Η Κυβέρνηση, εν τέλει, επιστρατεύει αναχρονιστικές, άδικες και ισοπεδωτικές μεθόδους καταπολέμησης της φοροδιαφυγής την ίδια στιγμή που επαίρεται ότι έχει στη διάθεσή της νέα εργαλεία ελέγχου (έμμεσες τεχνικές ελέγχου, mydata, σύνδεση ταμειακών μηχανών με Υπουργείο Οικονομικών, εγκατάσταση POS κλπ) ομολογώντας την αποτυχία εφαρμογής τους.

Την ίδια μάλιστα στιγμή που εφαρμόζει αυτήν την φοροεπιδρομή ενάντια στους ελεύθερους επαγγελματίες, τους επιστήμονες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αφήνει στο απυρόβλητο τις μεγάλες εταιρίες που εμφανίζουν ζημιές για πολλά χρόνια, καθώς επίσης και τομείς όπως, επί παραδείγματι, τα καύσιμα, τα μερίσματα και η συγκέντρωση κεφαλαίου, ενώ εξακολουθεί να αγνοεί τη μόνη μνημονιακή δέσμευση που έμεινε ανεφάρμοστη, δηλαδή την επέκταση του ορίου απαλλαγής από τον ΦΠΑ στις 25.000 ευρώ. Ας σημειωθεί ότι σε άλλες συγκρίσιμες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Τσεχία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Κύπρος, το όριο απαλλαγής κυμαίνεται μεταξύ 45.000 – 60.000 ευρώ.

Για όλους εμάς, το ζήτημα αυτό είναι ζωτικής σημασίας τόσο για την επαγγελματική μας ύπαρξη όσο και για την αξιοπρέπειά μας. Ως εκ τούτου είναι ζήτημα αδιαπραγμάτευτο.

Εκφράζουμε την έντονη αντίδρασή μας στα προωθούμενα φορολογικά μέτρα, η οποία θα είναι έντονη, μαζική και διαρκής, συμμεριζόμενοι ταυτόχρονα την ανάγκη για ουσιαστική πάταξη της φοροδιαφυγής χωρίς αδικίες, στοχοποιήσεις και στρεβλώσεις.

Ζητούμε

Την άμεση απόσυρση του νέου φορολογικού νομοσχεδίου.

Τον ουσιαστικό διάλογο του Υπουργείου με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς με στόχο ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα.

Την κατάργηση  του τέλους επιτηδεύματος.

Την κλιμακωτή φορολόγηση άνω του αφορολόγητου ορίου με λογικούς συντελεστές.

Την επέκταση του ορίου απαλλαγής από τον ΦΠΑ στις 25.000 ευρώ.

Δικηγορικός Σύλλογος Κοζάνης

Ιατρικός Σύλλογος Κοζάνης

Κτηνιατρικός Σύλλογος Κοζάνης

Οδοντιατρικός Σύλλογος Κοζάνης

Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος – Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας

5ο ΠΤ του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος

Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας – Παράρτημα Δυτικής Μακεδονίας

Φαρμακευτικός Σύλλογος Κοζάνης