ΔΥΤ.ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΓΕΩΤ.Ε.Ε./Π.Δ.Μ.: Αποτελέσματα – προτάσεις σχετικά με τα προβλήματα εφαρμογής του Νόμου για τα ζώα συντροφιάς
Το Περιφερειακό Παράρτημα Δυτικής Μακεδονίας του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΓΕΩΤ.Ε.Ε/Π.Δ.Μ), διοργάνωσε τεχνική συνάντηση – συζήτηση στα γραφεία του Παραρτήματος στην Κοζάνη καθώς και με τηλεδιάσκεψη, σχετικά με τα ζητήματα που έχουν προκύψει κατά την εφαρμογή του Ν.4830 (ΦΕΚ Α 169/18.9.2021) ”Νέο πλαίσιο για την ευζωία των ζώων συντροφιάς Πρόγραμμα «AΡΓΟΣ» και λοιπές διατάξεις’’.
Παραθέτουμε τα αποτελέσματα – προτάσεις της τεχνικής συνάντησης:
I.Κατ’ αρχήν διαπιστώθηκε η ανάγκη ανάδειξης της επιστημονικής διάστασης του θέματος, της κατοχύρωσης της επιστημονικής γνώσης και της κτηνιατρικής δεοντολογίας, όπως και της προάσπισης των επαγγελματικών συμφερόντων των εμπλεκόμενων γεωτεχνικών – κτηνιάτρων. Αυτό θα επιτευχθεί μέσω της συνεργασίας όλων των συλλογικών γεωτεχνικών φορέων, καθώς το θέμα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο, επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες και επηρεάζει πολλούς τομείς δραστηριοτήτων.
Για την κατάρτιση και εφαρμογή ενός τέτοιου Νόμου, με πολλαπλές επιπτώσεις στην άσκηση του κτηνιατρικού επαγγέλματος, στην ευζωία των ζώων συντροφιάς και στην δημόσια υγεία, όφειλε η Πολιτεία να καταστήσει το ΓΕΩΤ.Ε.Ε. τον στενότερό της συνεργάτη. Παρόλα αυτά, διαπιστώνεται, ότι οι απόψεις του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. δεν εισακούστηκαν κατά την ψήφιση του Νόμου. Τώρα, που πλέον τίθεται σε πλήρη εφαρμογή, αγνοείται κάθε ένσταση σε επιστημονικά κτηνιατρικά ζητήματα, οι κτηνίατροι αντιμετωπίζονται απλά ως διεκπεραιωτές του, ενώ τίθεται σε κίνδυνο η ομαλή άσκηση του επαγγέλματός τους.
Επισημάνθηκε ακόμη ότι με το Νόμο, ενώ δίνεται ιδιαίτερη σημασία στη σήμανση και την καταγραφή των ζώων συντροφιάς, αποκόπτεται για πρώτη φορά η ευζωία από την εφαρμογή των κανόνων για την υγεία των ζώων και την κτηνιατρική δημόσια υγεία, αφήνοντας κενά στην παρακολούθηση των ζωονόσων (λύσσα) και των νοσογόνων παραγόντων των ζώων συντροφιάς με ότι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό.
II.Όσον αφορά τους Ο.Τ.Α. Α’ βαθμού, προτείνεται η υποχρεωτική ένταξη στα σχετικά επιχειρησιακά προγράμματα, σύστασης ανεξάρτητης υπηρεσιακής μονάδας σε κάθε Δήμο, που θα ασχολείται αποκλειστικά με τη διαχείριση των υφιστάμενων αδέσποτων ζώων συντροφιάς και την πρόληψη δημιουργίας νέων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι Δήμοι, εντάσσουν τη διαχείριση των ζώων στις υπηρεσίες πρασίνου / περιβάλλοντος / απορριμμάτων, με αποτέλεσμα να υπάρχει ελλιπής αντιμετώπιση του θέματος. Έτσι δεν είναι δυνατό να γίνει σωστή διαχείριση, καθώς οποιοσδήποτε Δήμος δεν μπορεί να ανταποκριθεί επιμελώς σε όλα τα στάδια (την περισυλλογή, την παροχή κτηνιατρικής περίθαλψης, την ηλεκτρονική σήμανση και την καταγραφή στο ΕΜΖΣ, τη στείρωση, την εύρεση αναδόχου και την υιοθεσία τους) λόγω των γνωστών ελλείψεων και περιορισμών (προσωπικό, οχήματα περισυλλογής, συγκεκριμένο ωράριο εργασίας, μετακινήσεις εντός διοικητικών ορίων). Επισημαίνεται εδώ, ότι στους 280 υφιστάμενους ΟΤΑ Α’ βαθμού της χώρας υπηρετούν σήμερα μόνο 13 κτηνίατροι.
Σε συνέχεια των παραπάνω προτείνεται να γίνει σχετική ρύθμιση ώστε να εξασφαλιστεί στελέχωση των Δήμων μέσω κατάρτισης νέων ΟΕΥ με την πρόβλεψη κάλυψης για όλες τις απαιτούμενες θέσεις (κτηνίατροι, οδηγοί, υπάλληλοι συνεργείων περισυλλογής αδεσπότων, υπάλληλοι καταφυγίου κτλ)
Η χρηματοδότηση διαχείρισης προτείνεται να γίνει με βάση γεωγραφικά κριτήρια (π.χ. αγροτικές ορεινές ή ημιορεινές περιοχές έχουν μεγαλύτερο αριθμό αδέσποτων λόγω των κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων σε αυτές). Η χρηματοδότηση επιβάλλεται να είναι αυξημένη στους Δήμους της Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, που βρίσκονται σε καθεστώς μετάβασης λόγω παύσης της λιγνιτικής δραστηριότητας.
III.Όσον αφορά τις αρμοδιότητες των κτηνιατρικών υπηρεσιών της Περιφέρειας προτείνεται η αποσαφήνιση των διατάξεων του Νόμου με νομική κάλυψη για θέματα όπως η διαδικασία αδειοδότησης των καταφυγίων ζώων συντροφιάς. Στα άρθρα 28 και 29 του Νόμου, περιγράφονται οι προϋποθέσεις και οι προδιαγραφές ίδρυσης και λειτουργίας των καταφυγίων ζώων συντροφιάς χωρίς να αναφέρεται με σαφήνεια εάν διαδικαστικά αυτά περιλαμβάνονται στα ενδιαιτήματα που εμπίπτουν στον Ν.604/1977 (Α’ 163) και το Π.Δ. 463/1978 (Α’ 96) όπως οι εγκαταστάσεις εκτροφής, αναπαραγωγής και εμπορίας ζώων συντροφιάς.
Επίσης, οι συνεχείς παρατάσεις της συμμόρφωσης των καταφυγίων με τις διατάξεις του νόμου δημιουργεί μια αναρχία στην παρουσία ιδιωτικών καταφυγίων που δεν πληρούν τους όρους ευζωίας και διασφάλισης της δημόσιας υγείας. Από τη μια ο νόμος τιμωρεί αυστηρά και εξαντλητικά τον ιδιοκτήτη ενός ζώου συντροφιάς και από την άλλη δίνει συνεχώς παράταση στην αδειοδότηση και στην υποχρέωση τήρησης κανόνων από τους ιδιώτες που συντηρούν ζώα συχνά σε ακατάλληλους χώρους και με απουσία ορθών κτηνιατρικών πρακτικών.
Ο κατακερματισμός της εποπτείας ζητημάτων που σχετίζονται με νοσήματα υποχρεωτικής δήλωσης που σχετίζονται με τη δημόσια υγεία και ο αποκλεισμός κτηνιάτρων του δημοσίου τομέα από τον άμεσο έλεγχο, θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία και παραπέμπει σε τριτοκοσμικές χώρες που κυριαρχεί η απουσία κτηνιατρικών ελέγχων
IV.Όσον αφορά τους πιστοποιημένους κτηνιάτρους προτείνεται η αποσαφήνιση των διατάξεων του Νόμου με νομική κάλυψη για μια πλειάδα ζητημάτων όπως ο δεσμευτικός προσδιορισμός της διαδικασίας της υποχρεωτικής χειρουργικής στείρωσης ανεξαρτήτως της κατάστασης υγείας του ζώου και της ηλικίας του και χωρίς να διευκρινίζεται αν επιτρέπεται η φαρμακευτική στείρωση είτε άλλες εναλλακτικές χειρουργικές επεμβάσεις.
Γενικά οι μέθοδοι για τον έλεγχο της αναπαραγωγής των αδέσποτων ζώων μπορεί να διαφέρουν από εκείνες των ιδιόκτητων ζώων. Η καθολική στείρωση των δεσποζόμενων ζώων συντροφιάς που ισχύει πλέον με τον νόμο αυτό, είναι ένα μέτρο που αποφασίστηκε χωρίς αναφορά σε επιστημονικά δεδομένα και μπορεί σαν πρακτική να θέσει σε κίνδυνο την υγεία κάποιων ζώων και να προκαλέσει την υποβάθμιση της ευζωίας τους. Τα δεσποζόμενα ζώα συντροφιάς έχουν σημαντικά μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής από τα αδέσποτα και είναι εύλογο να εμφανίζουν περισσότερα προβλήματα υγείας όσο μεγαλώνουν. Αυτός που κρίνει αν ένα ζώο πρέπει ή όχι να υποβληθεί σε κτηνιατρικές πράξεις είναι μόνον ο θεράπων κτηνίατρος και ο νομοθέτης αυτό δεν το έχει λάβει υπόψη του ώστε να παρέχει με σαφήνεια τέτοια δυνατότητα στον κτηνίατρο, χωρίς να τον θέτει σε επισφαλή θέση.
Η σκοπιμότητα εξέτασης γενετικού υλικού που καθίσταται υποχρεωτική, όταν τα ποσοστά καθαροαιμίας των εξεταζόμεων ζώων είναι χαμηλά και είναι δύσκολο να επικοινωνηθεί η λογική της στους ιδιοκτήτες ζώων συντροφιάς, πόσο μάλλον όταν ο ίδιος ο κτηνίατρος δεν έχει λάβει ακόμη καμία ενημέρωση από τους αρμόδιους επιστήμονες για τεχνικά και επιστημονικά ζητήματα γύρω από τη μέθοδο, ώστε να είναι σε θέση να αντιληφθεί πρωτίστως ο ίδιος τη χρησιμότητά της στην διαχείριση των αδέσποτων, τα ποσοστά επιτυχίας, σφάλματος κλπ. Επιπλέον δεν ξεκαθαρίζονται και θέματα νομικής κάλυψης νέων ιδιοκτητών, σε περιπτώσεις υιοθεσίας ζώων που είχαν γεννήσει σε παρελθόντα έτη.
Η παροχή αναγκαίας ή/και επείγουσας κτηνιατρικής περίθαλψης σε ιδιόκτητα ζώα συντροφιάς που στερούνται σήμανσης. Ο κτηνίατρος δεν μπορεί να εκτελέσει μια κτηνιατρική πράξη σε ένα ζώο δίχως την έγκριση του ιδιοκτήτη. Αν λοιπόν ο ιδιοκτήτης αρνείται τη σήμανση, επιθυμώντας να γίνει παραβάτης, πρέπει να είναι ξεκάθαρο στο νόμο ότι δεν είναι παραβάτης και ο κτηνίατρος.
Το ΓΕΩΤ.Ε.Ε./Π.Δ.Μ. έχει μεγάλη εμπειρία στο θέμα της εφαρμογής της εκάστοτε νομοθεσίας για ζώα συντροφιάς. Ήδη από τo 2018 είχε συστήσει ομάδα εργασίας και εκπόνησε λεπτομερή μελέτη με τεκμηριωμένες προτάσεις για την τροποποίηση του τότε ισχύοντα νόμου 4039/2012.
Για τη Δ.Ε. του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. / Π.Δ.Μ.
Ο Πρόεδρος
Θεόδωρος Γ. Σιόγκας