Θα μελετηθεί από τον εισαγγελέα ο οποίος αναμένεται σύντομα να αποφασίσει τις ενέργειες στις οποίες θα προβεί
Τον πλήρη φάκελο των στοιχείων που έχει στη διάθεση της σχετικά με τις καταγγελίες Μιωνή καθώς και το ηλεκτρονικό αρχείο της συνομιλίας του επιχειρηματία με τον πρώην υπουργό Επικρατείας Νίκο Παππά, απέστειλε στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Βαγγέλη Ιωαννίδη η Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής.
Η ηχογραφημένη συνομιλία του επιχειρηματία καθώς και τα υπόλοιπα στοιχεία που περιέχονται στον φάκελο που έστειλε στην εισαγγελία η Προανακριτική θα μελετηθούν από τον εισαγγελέα ο οποίος αναμένεται σύντομα, ενδεχομένως και αύριο, να αποφασίσει τις ενέργειες στις οποίες θα προβεί. Αν δηλαδή το επίμαχο υλικό θα αποτελέσει αντικείμενο ποινικής έρευνας και εφόσον τεθεί υπό διερεύνηση ποιες θα είναι οι κατευθύνσεις, τα ερευνώμενα ζητήματα δηλαδή, που θα δοθούν στον εισαγγελικό λειτουργό που θα αναλάβει την διενέργεια της.
Ο φάκελος που διαβιβάστηκε στον κ. Ιωαννίδη εκτός από το αντίγραφο της ηχογραφημένης συνομιλίας του πρώην υπουργού Επικρατείας με τον επιχειρηματία (usb), περιέχει το συνοδευτικό έγγραφο του κ.Μιωνή, τα πρακτικά της χθεσινής συνεδρίασης της προανακριτικής επιτροπής, τα πρακτικά της διήμερης κατάθεσης του Νίκου Παππά τον περασμένο Μάρτιο και τη χθεσινή κατάθεση του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και δήλωση του κ. Παππά.
Η διαβίβαση του υλικού από την ειδική επιτροπή της Βουλής έγινε σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας βάσει του οποίου «οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα ο,τιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Η ανακοίνωση γίνεται γραπτώς και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και αφορούν την αξιόποινη πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις».
Σχετική πρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 14 του νόμου 4637/2019 ( σσ τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα ΦΕΚ 18 Νοεμβρίου 2019 ) το οποίο ορίζει ότι αποδεικτικό μέσο που αφορά κακουργηματικές πράξεις μπορεί να ληφθεί υπόψη από εισαγγελείς. Το άρθρο ορίζει ότι η χρήση του αποδεικτικού μέσου γίνεται δεκτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι: α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση του είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος, τη σπουδαιότητα και την έκταση από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία.