Τελικά, πάει όντως καλά η οικονομία μας ή μόνον η ακρίβεια στα σούπερ μάρκετ λέει την αλήθεια για την κατάσταση της χώρας; Μήπως ευημερούν μόνον οι επίσημοι αριθμοί; Ας αφήσουμε, για την ώρα, ασχολίαστα τα γνωστά, πολύ παλιά και μονότονα επαναλαμβανόμενα κλισέ της αντιπολίτευσης, κι ας δούμε την πραγματικότητα. Πράγματι, το υπ΄αριθμόν για τους πολίτες ένα πρόβλημα είναι η ακρίβεια. Ένα πρόβλημα πολυπαραγοντικό για την επίλυση του οποίου απαιτείται διαρκής προσπάθεια. O σημαντικότερος δείκτης ευημερίας είναι η αύξηση των μισθών (γιατί οι υψηλότερες αποδοχές θα μείνουν και όταν οι τιμές θα αποκλιμακωθούν, ενισχύοντας το διαθέσιμο εισόδημα) και η σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με την ευρωπαϊκή(συνεπώς, και του βιοτικού επιπέδου, με εκείνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Τα αριθμητικά δεδομένα λένε την αλήθεια! Πρώτον: Από την ημέρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας και μέχρι σήμερα, περίπου 500.000 Έλληνες βρήκαν δουλειά, ξέφυγαν από το αδιέξοδο της ανεργίας, απέκτησαν εισόδημα και μπορούν πια να δουν τη ζωή και το μέλλον τους με αισιοδοξία, να αρχίσουν να σχεδιάζουν ένα καλύτερο αύριο, βήμα-βήμα.
Στο ίδιο διάστημα, για τους εργαζόμενους, ο μέσος μισθός αυξήθηκε από τα 1046 ευρώ, που μάς άφησε “κληρονομιά”ο ΣΥΡΙΖΑ, στα 1258 ευρώ το 2023.Ενώ έως το 2019 η πολυπληθέστερη μισθολογική κατηγορία ήταν η χαμηλότερη μεμισθούς κάτω των 700 ευρώ, πλέον η πολυπληθέστερη μισθολογική κατηγορία είναι αυτήμεταξύ 1.000 και 3.000 ευρώ.
Συγκεκριμένα, το 2019, περίπου 704.000 μισθωτοί, δηλαδή, το 35,5% επί του συνόλου των εργαζομένων, αμείβονταν με μισθό κάτω των 700 ευρώ. Το 2023, οι εργαζόμενοι που αμείβονταν με μισθό κάτω των 700 ευρώ μειώθηκαν στους 415.000. Αυτό σημαίνει ότι το μερίδιο των χαμηλόμισθων εργαζόμενων μειώθηκε μέσα σε 4 χρόνια στο 18,1% επί του συνόλου των εργαζομένων, και σχεδόν 288.000 εργαζόμενοι μεταφέρθηκαν σε υψηλότερη εισοδηματική κατηγορία.Το 2019, σχεδόν 665.000 μισθωτοί, δηλαδή 33,5% επί του συνόλου των εργαζομένων αμείβονταν με μισθό μεταξύ 1000 και 3000 ευρώ. Το 2023, οι εργαζόμενοι που αμείβονταν με μισθό μεταξύ 1000 και 3000 ευρώ αυξήθηκαν σε 980.326. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι σε αυτή την κλίμακα αυξήθηκαν σε 4 χρόνια στο 42,7% επί του συνόλου των εργαζομένων. 315.471 εργαζόμενοι προστέθηκαν σε αυτή την εισοδηματική κατηγορία και απέκτησαν υψηλότερα εισοδήματα.
Δεύτερο: Στην περίοδο 2015-2019, το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε κατά 8,6%, ενώ στην Ελλάδα λιγότερο από το μισό –μόνο 3,6%. Με άλλα λόγια, την ώρα που η Ευρώπη αναπτυσσόταν με υψηλούς ρυθμούς, η χώρα μας “σερνόταν”: αυτό ήταν το πρακτικό αποτέλεσμα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –το βιώσαμε όλοι με τρόπο οδυνηρό, το θυμόμαστε καλά και δεν θέλουμε να ξαναδούμε ποτέ τέτοιον εφιάλτη. Ύστερα, ήρθε η εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας, τον Ιούλιο του 2019 –και η φορά των πραγμάτων αντιστράφηκε: Στην περίοδο ‘19-‘23, η Ελλάδα πέτυχε ρυθμό αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ 9,9%, υπερδιπλάσιο από τον ευρωπαϊκό –4,8% ήταν η επίδοση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο ίδιο χρονικό διάστημα.Το συμπέρασμα είναι σαφές και προκύπτει αβίαστα, με την πρώτη ματιά στα στοιχεία: απόκλιση από την Ευρώπη τότε, με τον ΣΥΡΙΖΑ –σύγκλιση τώρα, με τη Νέα Δημοκρατία.
Τον Απρίλιο του 2024, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε για τους μισθούς: “Σήμερα, ο κατώτατος μισθός πηγαίνει από τα 780 στα 830 ευρώ. Το 2019 ήταν στα 650 ευρώ, οπότε η σωρευτική αύξηση είναι της τάξης του 28%. Με τον πληθωρισμό να έχει αυξηθεί κατά 16%, αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα έχει αυξηθεί πάνω από τον πληθωρισμό. Επιπλέον, ισχύει στο ακέραιο η δέσμευσή μας, ότι ο κατώτατος μισθός στο τέλος της τετραετίας, δηλαδή το 2027, θα έχει φτάσει στα 950 ευρώ. Και ο μέσος μισθός στα 1.500 ευρώ”. Η μέχρι σήμερα πορεία της οικονομίας μας έχει αποδείξει, ότι για την κυβέρνηση Μητσοτάκη ισχύει απολύτως η αρχή “το είπαμε, το κάναμε”!Αυτό ακριβώς θα συμβεί και με τη συγκεκριμένη δέσμευση: ο στόχος θα επιτευχθεί στην ώρα του – ίσως μάλιστα να φανεί τελικά και μετριοπαθής η πρόβλεψη. Απέναντι στην υποσχεσιολογία του λεφτόδεντρου, που έχει διαλέξει η αντιπολίτευση, η κυβέρνηση προτάσσει τα αποτελέσματα μιας πολιτικής αναπτυξιακής και ταυτόχρονα κοινωνικά ευαίσθητης, που δείχνει με τρόπο πειστικό πόσο παραγωγικός και αποδοτικός για όλους (και κυρίως για τα εισοδήματα των εργαζομένων) μπορεί να είναι ο ενάρετος κύκλος, στον οποίο βρίσκεται η ελληνική οικονομία. Άλλωστε ο μόνος τρόπος αύξησης των μισθών είναι η αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας, που προϋποθέτει τις κατάλληλες πολιτικές σε πολλά επίπεδα.
Οι προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας, (παρά τα προβλήματα της Γερμανίας που είναι η μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε.) δείχνουν κι αυτές αισιόδοξες, ενισχύοντας έτσι τη θετική πρόβλεψη για την Ελλάδα. Ύστερα από μια μακρά περίοδο αλλεπάλληλων και εξαιρετικά σοβαρών κρίσεων (πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή ανασφάλεια, διατάραξη των κανονικών ροών στην εφοδιαστική αλυσίδα, πληθωριστικές πιέσεις), αρχίζει τώρα να διακρίνεται φως στην άκρη του τούνελ. Σε πρόσφατη συνέντευξή της, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ σημείωνε εμφατικά ότι οι εξαγωγές από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς τρίτες χώρες ακολουθούν ξανά ανοδική τροχιά και διατύπωνε την πρόβλεψη ότι η Ευρώπη ανακάμπτει. Φαίνεται ότι η απειλή της ύφεσης απομακρύνεται και ο πληθωρισμός μειώνεται – παρ’ ότι ο στόχος του 2% χρειάζεται ακόμη κάποιος χρόνος για να επιτευχθεί. Ο δρόμος σύγκλισης των εισοδημάτων με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών είναι να αναπτυσσόμαστε εμείς με υψηλότερους ρυθμούς. Και σε αυτή την πορεία βρισκόμαστε από το 2019.
Σε τέτοιο διεθνές περιβάλλον, με την αναπτυξιακή στρατηγική και τη συνετή, συνεπή και δημοσιονομικά πειθαρχημένη διαχείριση της οικονομίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, οι δεσμεύσεις για σύγκλιση της χώρας μας με την Ευρώπη φαίνεται ακόμα πιο βέβαιο ότι θα επιτευχθούν. Το εκλογικό αποτέλεσμα της 9ης Ιουνίου, με τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, θα διασφαλίσει την αναγκαία πολιτική σταθερότητα και θα δώσει στον πρωθυπουργό έναν “καθαρό διάδρομο” τριετίας – επαρκή για να γίνουν πράξη οι μισθολογικοί στόχοι, που έχουμε “συνυπογράψει” με τους πολίτες.
*O Δημήτρης Τσιόδρας είναι υποψήφιος ευρωβουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία