«Ανάσα» για χιλιάδες δανειολήπτες αποτελεί απόφαση του Αρείου Πάγουμε την οποία απορρίπτεται ο ισχυρισμός των τραπεζών περί δόλιου δανεισμού τους αλλά και μεταβίβασης της ακίνητης περιουσίας τους.
Η υπ’ αριθμ. 59/2021 απόφαση του Δ’ Τμήματος του Αρείου Πάγουανατρέπει το σκεπτικό πολλών δικαστηρίων ότι δανειολήπτες δημιουργούν χρέη με δική τους υπαιτιότητα γνωρίζοντας πως δεν πρόκειται να τα αποπληρώσουν, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να υπαχθούν στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου Κατσέλη.
Το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο κρίνει πως δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός ο δόλος του δανειολήπτη αορίστως χωρίς επιπλέον στοιχείαόπως απαιτεί ο νόμος. Επίσης, δεν θεωρεί δόλια κάθε μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας εντός της 3ετίας, αν δεν συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών του οφειλέτη. Για το λόγο αυτό αναιρεί την υπ’ αριθμ. 3834/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και παραπέμπει για εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο Δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως.
Ο Άρειος Πάγος έκανε δεκτή την αναίρεση που είχε υποστηρίξει οδικηγόρος δανειολήπτη Γεώργιος Καλτσάς σε βάρος δύο τραπεζών.
Το σκεπτικό του Αρείου Πάγου
Το ανώτατο δικαστήριο απορρίπτει τους ισχυρισμούς των τραπεζών και του δικαστηρίου περί δόλιας υπεδανειοδότητης του οφειλέτη που είχε ως συνέπεια να μην υπαχθεί στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου Κατσέλη.
Στο σκεπτικό του αναφέρει σχετικά:
«Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, όμως, οι προβληθείσες ως άνω ενστάσεις είναι απαράδεκτες, λόγω αοριστίας, διότι αμφότερες οι ως άνω εκκαλούσες πιστώτριες τράπεζες και ήδη πρώτη και δεύτερη των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες είχαν κατά νόμο το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως του δόλου του οφειλέτη, παραλείπουν κατά την προβολή της ενστάσεώς τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, να αναφέρουν:
α) το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει,
β) το χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε,
γ) τα εισοδήματά του κατά το χρόνο λήψεως των δανείων,
δ) τη μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει,
ε) τα έξοδα διαβιώσεώς του και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητεςαυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό.
Κρίνοντας, επομένως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως ορισμένη και παραδεκτή την προβληθείσα από τις ως άνω αναιρεσίβλητες ένσταση δολίας περιέλευσης του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των δανειακών του υποχρεώσεων, που είχε απορριφθεί πρωτοδίκως και είχε επαναφερθεί ενώπιον του Εφετείου με τις προαναφερόμενες εφέσεις τους, παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 «περί ρυθμίσεως οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» και 330 Α.Κ., διότι αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010.
Συνεπώς, ο συναφής πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στηνπροσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δικ., είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός».
Το ανώτατο ποινικό δικαστήριο δέχεται, επίσης, τον δεύτερο λόγο αναίρεσης που υπέβαλε ο δανειολήπτης, ως προς το δόλο μεταβίβασης ακινήτων του.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου αναφέρει σχετικά:
«Είναι βάσιμος και ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δικ, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση ότι παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 4 παρ. 2 του ως άνω ν. 3869/2010, διαλαμβάνοντας ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς τον δόλο του στην πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας του για την πληρωμή των χρεών του, διότι πράγματι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες, αναφορικά με το ουσιώδες αυτό ζήτημα, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για το αν εφαρμόσθηκαν ορθά ή όχι οι προαναφερόμενες διατάξεις, στερώντας την έτσι από νόμιμη βάση. Συγκεκριμένα, με βάση το ότι κάθε μεταβίβαση-αποξένωση περιουσιακού στοιχείου από την περιουσία του οφειλέτη δεν αποτελεί και απόδειξη και μάλιστα κατά αμάχητο τεκμήριο, δολιότητας αυτού, όπως έχει αναπτυχθεί και στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ειδικά αν έχει δηλωθεί από τον ίδιο τον οφειλέτη και αφορά σε περιουσιακά που ενδεχομένως δεν θα πληρούσαν τις προϋποθέσεις εκποιήσεως κατά το άρθρο 9 παρ. 1 ν. 3869/2010, και δεν θα εκποιούνταν, εξαιτίας ελλείψεως αγοραστικού ενδιαφέροντος ή εξαιτίας της μικρής τους αξίας, δεν διασαφηνίζεται ο τρόπος συνδέσεως της προθέσεως (δόλου) του αναιρεσείοντος, ο οποίος, κατά τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προέβη στη μεταβίβαση ενός οικοπέδου αντί τιμήματος 16.000,00 ευρώ, με την πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας του να εξυπηρετεί-εξοφλεί τα χρέη του.
Ειδικότερα, αν και έγινε ανέλεγκτα δεκτό ότι ο αναιρεσείων είναι κύριος, εκτός των άλλων, τριών, σημαντικής αξίας ακινήτων (…), δεν διαλαμβάνεται κατά πόσο θα ήταν διαφορετική η κατάσταση των οφειλών του έναντι των πιστωτριών του-αναιρεσιβλήτων, αν δεν είχε προβεί στην ως άνω μεταβίβαση και πώς αυτή, ενόψει του, κατά τις παραδοχές της, ύψους τουεισπραχθέντος τιμήματος (16.000,00 ευρώ), επηρέασε, σε σημαντικό βαθμό, τη δυνατότητα εξυπηρετήσεως των χρεών του, πράγμα που ο οφειλέτης αναιρεσείων επεδίωξε ή προέβλεψε ως δυνατό, καθώς μάλιστα δεν γίνεται μνεία αν το μεταβιβασθέν ήταν προσοδοφόρο ή όχι».
Η υπόθεση παραπέμπεται για να δικαστεί εκ νέου στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο καλείται με άλλο δικαστή να κρίνει την υπόθεση με τα δεδομένα που έθεσε ο Άρειος Πάγος.
Διαβάστε εδώ την υπ’ αριθμ. 59/2021 απόφαση του Δ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου
www.newsbreak.gr